ἀναγαργαρίζω
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
A gargle, χλιαροῖσιν Hp.Morb.2.26,27, Aff.4:— so also in Med., Mul.2.185, IG4.955.30 (Epid.), Archig. ap. Gal.12.976 (Pass.). (-γαργαλ- is v.l. in codd. of Hp.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγαργαρίζω: καὶ - λίζω, κάμνω γαργάραν, χλιαροῖσιν, Ἱππ. 470. 10, πρβλ. 469. 55., 517. 5 · οὕτω καὶ μέσον, ἀναγαργαλίζεσθαι νῆστιν παρὰ τῷ αὐτῷ 666. 28. Παθ. ἀναγαργαριζόμενον σὺν μελικράτῳ Διοσκ.
Spanish (DGE)
gargarizar, hacer gárgaras χλιαροῖσι Hp.Morb.2.26, Aff.4
•en v. med. mism. sent., Hp.Mul.2.185, IG 42.126.30 (Epidauro), Archig. en Gal.12.976, Hdn.Philet.75.
Greek Monolingual
(Α ἀναγαργαρίζω)
κάνω γαργάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γαργαρίζω.
ΠΑΡ. αναγαργάρισμα αρχ. ἀναγαργαρισμός, ἀναγαργάριστον.