σινδόνη

From LSJ
Revision as of 09:08, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σινδόνη Medium diacritics: σινδόνη Low diacritics: σινδόνη Capitals: ΣΙΝΔΟΝΗ
Transliteration A: sindónē Transliteration B: sindonē Transliteration C: sindoni Beta Code: sindo/nh

English (LSJ)

ἡ, A f.l. for σινδόνιον in Gal.19.117 s.v. λάσιον.

German (Pape)

[Seite 883] ἡ, = σινδών, seine indische Leinwand, Kleid od. Tuch davon, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σινδόνη: ἡ, πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ σινδόνιον, παρὰ Γαλην. Γλωσσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
λεπτό ύφασμα, σεντόνι, σάβανο («η σινδόνη του Χριστού»)
αρχ.
λεπτό ύφασμα, σινδόνιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, -όνος «λεπτό ύφασμα», κατά τα θηλ. σε -η].