ταυροφόρος

From LSJ
Revision as of 12:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροφόρος Medium diacritics: ταυροφόρος Low diacritics: ταυροφόρος Capitals: ΤΑΥΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: taurophóros Transliteration B: taurophoros Transliteration C: tavroforos Beta Code: taurofo/ros

English (LSJ)

ον, A stamped with the device of a bull, τετρᾶχμα Inscr.Délos 1429B ii 41 (ii B.C.). 2 having a bull as a figurehead, ναῦς St.Byz. s.v. Ταυρόεις.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροφόρος: -ον, ἐπὶ πλοίου ἔχοντος κατὰ τὴν πρῷραν ὡς σύμβολον ὁμοίωμα κεφαλῆς ταύρου, Πολυδ. Α΄, 83, Στέφ. Β.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για νομίσματα) αυτός πάνω στον οποίο έχει χαραχθεί η μορφή ταύρου
2. (για πλοίο) αυτός που έχει στην πλώρη κεφάλι ταύρου ως διακοσμητικό σχέδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φόρος].