αἱρεσιάρχης
English (LSJ)
ου, ὁ, A leader of a school, S.E.P.3.245; esp. of a medical school, IG14.1759, Gal.6.372; heresiarch, Just.Nov. 42.1.1 (pl.). II Astrol., dominating the 'condition' (cf. αἵρεσις B. 11.4), Paul.Al.R.3.
Greek (Liddell-Scott)
αἱρεσιάρχης: -ου, ὁ ἀρχηγὸς σχολῆς τινος, Σέξτ. Ἐμπειρ, Π. 3. 245, ἰδίως ἰατρικῆς σχολῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 6607, Γαλην. ΙΙ. ὁ ἀρχηγὸς θρησκευτικῆς τινος μερίδος ἢ αἱρέσεως, Εὐσέβ. Ἐκ. Ἱ. 6. 13. 5, ὁπόθεν παρήχθη τὸ ῥῆμα αἱρεσιαρχέω, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): αἱρεσίαρχος Leont.Byz.M.86.1232D.
I 1fundador o jefe de una escuela filosófica, S.E.P.3.245, médica IUrb.Rom.686.11 (I d.C.), Gal.6.372.
2 heresiarca Iust.Nou.42.1.1, Leont.Byz.l.c.
II astrol. como adj. que manda sobre una secta de astros Paul.Al.91.10.
Russian (Dvoretsky)
αἱρεσιάρχης: ου ὁ глава (философской) школы Sext.