σφάνιον
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
κλινίδιον, Hsch.; cf. ἐν σφανίῳ· ἐν κλιναρίῳ, Id. (Perh. σφᾱνιον, Dor. etc. for Σφήνιον, abbrev. for σφηνόπους, q.v.)
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «σφάνιον
κλινίδιον»
β) «ἐν σφανίῳ
ἐν κλιναρίῳ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. του συνθ. σφηνόπους < σφήν, -ηνός (πιθ. δωρ. τ. του αμάρτυρου σφήνιον)].