ἀντεπιμέλλω
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιμέλλω: ἴδε ἐν λ. ἀντιμέλλω.
Greek Monolingual
ἀντεπιμέλλω (Α)
καιροφυλακτώ εναντίον κάποιου που καιροφυλακτεί εναντίον μου.