πολυδιοίκητος

From LSJ
Revision as of 20:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυδιοίκητος Medium diacritics: πολυδιοίκητος Low diacritics: πολυδιοίκητος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: polydioíkētos Transliteration B: polydioikētos Transliteration C: polydioikitos Beta Code: poludioi/khtos

English (LSJ)

ον, A widely distributed, all-pervading, πνεῦμα Secund. Sent. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδιοίκητος: -ον, ὁ πολὺ διῃρημένος, πνεῦμα Σεκούνδου Γνωμ. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διαχέεται και διεισδύει παντού («πολυδιοίκητον πνεῡμα», Σεκούνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διοίκητος (< διοικῶ), πρβλ. ευ-διοίκητος].