η (AM κατοίκησις) κατοικώτο να κατοικεί κανείς σε έναν τόπο, η διαμονήαρχ.1. ο τόπος διαμονής, η κατοικία («ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῑς μνήμασι», ΚΔ)2. η κατοικούμενη περιοχή ενός τόπου.