συγκαταδικάζω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source

German (Pape)

[Seite 964] mit verurtheilen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταδῐκάζω: καταδικάζω ὁμοῦ, τινά τινι Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταδικάζω μαζί («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῑς ύπαιτίοις», Γρηγ
Νύσσ.).

Greek Monolingual

ΜΑ
καταδικάζω μαζί («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῑς ύπαιτίοις», Γρηγ
Νύσσ.).