μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof
χίδαλον: «τὸ παιδίον» Ἡσύχ.
ου (τό) :v. χίδρυ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «ἀντὶ τοῡ < κίδαλον>τὸ αἰδοῑον».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρυ].