εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, -όω) έφηλος
καρφώνω, προσηλώνω, καθηλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
αρχ.
παθ. ἐφηλοῡμαι, -όομαι
α) καρφώνομαι στερεά
β) μτφ. εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ», Αισχύλ.).