νεφελώνομαι
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
Greek Monolingual
(Μ νεφελοῡμαι, -όομαι) νεφέλη
1. (ιδίως για ουρανό και ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω
2. γίνομαι θολός.