ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death
πελιδνοῡμαι, -όομαι, ΝΜΑ πελιδνόςγίνομαι πελιδνός, αποκτώ ωχρό, μαυροκίτρινο χρώμανεοελλ.χάνω το χρώμα μου από φόβο.