σχηματουργία

From LSJ
Revision as of 12:06, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχημᾰτουργία Medium diacritics: σχηματουργία Low diacritics: σχηματουργία Capitals: ΣΧΗΜΑΤΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: schēmatourgía Transliteration B: schēmatourgia Transliteration C: schimatourgia Beta Code: sxhmatourgi/a

English (LSJ)

ἡ, A configuration, of the planets, Cat.Cod.Astr.1.148 (pl.).

Greek Monolingual

ἡ, Α σχηματουργοῡμαι
1. διαμόρφωση, πρόσληψη σχήματος
2. συμβολισμός
3. (για αστέρες) σύμπλεγμα αστέρων.