δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
κοιλιαλγῶ, -έω (Α)έχω πόνο στην κοιλιά, έχω κοιλόπονο («δίδου πιεῑν τὸ ὕδωρ κοιλιαλγοῡντι», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + ἀλγῶ (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ-αλγώ, στομ-αλγώ].