οκνώ

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

(Α ὀκνῶ, -έω και επικ. τ. ὀκνείω)
διστάζω, αποφεύγω ή δεν έχω την τόλμη να κάνω κάτι
νεοελλ.
1. αμελώ να κάνω κάτι
2. οκνεύω, είμαι οκνηρός, τεμπέλης
αρχ.
1. είμαι αναποφάσιστος
2. (για στρατιώτη) είμαι δειλός
3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι («πῶς τὸ μητρὸς λέκτρον οὐκ ὀκνεῑν με δεῑ;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός». Ο τ. ὀκνείω, με έκταση για μετρικούς λόγους].