περιττωματικός

From LSJ
Revision as of 11:05, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιττωματικός Medium diacritics: περιττωματικός Low diacritics: περιττωματικός Capitals: ΠΕΡΙΤΤΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perittōmatikós Transliteration B: perittōmatikos Transliteration C: perittomatikos Beta Code: perittwmatiko/s

English (LSJ)

Attic for περισσωματικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιττωματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και περισσωματικός, -ή, -όν, ΜΑ περίττωμα, -ατος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα
αρχ.
(για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾱλλον», Αριστοτ.
β. ([για τον χοίρο] «περισσωματικὸς καὶ παχὺς τήν σάρκα», Ιούλ.).
επίρρ...
περιττωματικῶς και περισσωματικῶς Α
ως περίττωμα, ως έκκριση.