ήρεμος
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἤρεμος, -ον)
ήσυχος, γαλήνιος, ατάραχος (α. «είμαι ψυχικά ήρεμος» β. «ἤρεμος και ἡσύχιος βίος», ΚΔ)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἤρεμον
η στιλπνότητα.
επίρρ...
ηρέμως και ηρέμα και ήρεμα (AM ἠρέμως και ἠρέμα, Α και ἠρεμί και ἠρεμεί)
ήσυχα, όχι βίαια, σιγά σιγά
αρχ.
1. λίγο, ελαφρώς («ἠρέμα ριγοῦν
», Πλάτ.)
2. (θέατρ.) (για τον σκηνικό ψίθυρο που είναι προορισμένος να ακουστεί από το κοινό) ψιθυριστά
3. βαθμιαία, προοδευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Υποχωρητ. σχηματισμός από το ηρεμώ].