Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
νευροσιδηροῡς, -ᾱ, -οῦν (Α)αυτός που έχει πολύ γερά νεύρα, σιδερένιος, δυνατός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σιδηροῦς.