τροφέας

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

ο / τροφεύς, -έως, ΝΜΑ
αυτός που παρέχει τροφή σε κάποιον
νεοελλ.
συνεκδ. γονέας
αρχ.
1. θετός πατέρας
2. (για γυναίκα) τροφός, παραμάννα
3. (σχετικά με ζώα) αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου
4. αυτός που διατηρεί, που συντηρεί κάποιον («ἅρματος μὲν οὖν... οὔτε τις τροφεὺς ἡμῑν ἐστίν», Πλάτ.)
5. σωματοφύλακας ή δούλος
6. δάσκαλος
7. (για τόπο) αυτός στον οποίο ανατρέφεται, μεγαλώνει κάποιοςτροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν», Αντιφ.)
8. μτφ. αυτός που υποβάλλει κάτι («πάσης κακίας πανδοκεῑ τε καὶ τροφεῑ», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφός + κατάλ. -έας / -εύς].