ιδιοποιώ

From LSJ
Revision as of 18:00, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰδιοποιῶ, -έω) ιδιοποιός
μέσ. ιδιοποιούμαι, -έομαι
κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι πράγμα που ανήκει σε άλλον, σφετερίζομαι
μσν.-αρχ.
αξιώνω, απαιτώ κάτι
αρχ.
1. κάνω κάτι ιδιαιτέρως («τὴν ὲπίδειξιν ἰδιοποιῆσαι τοῖς παροῡσι», Γαλ.)
2. κερδίζω κάτι («ἰδιοποιεῑται Ἀβεσσαλὼμ τὴν καρδίαν ἀνδρῶν Ἰσραήλ», ΠΔ)
3. παθ. έχω ιδιαίτερο χαρακτήρα.