εναριθμώ

Revision as of 20:20, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Greek Monolingual

(Α ἐναριθμῶ, -έω)
1. συγκαταριθμώ, συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, υπολογίζω («οὐκ οἰόμενοι δεῖν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῑσθαι τοῖς ἀγαθοῑς», Αριστοτ.)
2. υπολογίζω, εκτιμώ, λογαριάζω
3. θεωρώ σπουδαίο, λογαριάζω.