πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
ἐξιτός -ή, -όν (Α) έξειμιαυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει («τοῑς οὐκ ἐξιτόν ἐστι», Ησίοδ.).