ἐξιτός

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῐτός Medium diacritics: ἐξιτός Low diacritics: εξιτός Capitals: ΕΞΙΤΟΣ
Transliteration A: exitós Transliteration B: exitos Transliteration C: eksitos Beta Code: e)cito/s

English (LSJ)

ἐξιτή, ἐξιτόν, to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.Th.732.

German (Pape)

[Seite 884] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut sortir.
Étymologie: ἔξειμι².

Russian (Dvoretsky)

ἐξῐτός: adj. verb. к ἔξειμι II.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἔξειμι (εἶμι) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν ἔξοδος, οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732.

Greek Monolingual

ἐξιτός -ή, -όν (Α) έξειμι
αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει («τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι», Ησίοδ.).

Greek Monotonic

ἐξῐτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἔξειμι (εἶμι ibo), αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει έξω από, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία έξοδος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἐξῐτός, ή, όν verb. adj. of ἔξειμι εἶμι ibo]
to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.