ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
διμναῑος, -α, -ον και δίμνεως, -ων και δίμνως, -ων (Α)αυτός που αξίζει δύο μνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + μναίος < μνα (πρβλ. δεκαμναίος) Ο τ. δίμνεως είναι ιωνικός < δι - + ιων. πληθ. μνέαι].