ηδύοσμος
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἡδύοσμος, -ον)
1. αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη οσμή, ο εύοσμος
2. (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ ἡδύοσμον ἡὁ ἡδύοσμος
το φυτό μίνθη, κν. δυόσμος («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῖν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῡσι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -οσμος < οσμή (πρβλ. δύσ-οσμος, εύ-οσμος)].