συμπονώ
From LSJ
Greek Monolingual
συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν πονώ
συναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῖς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)
αρχ.
κοπιάζω μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν πονώ
συναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῖς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)
αρχ.
κοπιάζω μαζί με άλλον.