ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
[Seite 274] ἡ, das Erstarren der Hände vom Wollekrempeln, Poll. 7, 30.
ξάνησις: ἡ, κόπωσις τῶν χειρῶν ἐκ τῆς ἐριουργίας, Πολυδ. Ζ΄, 30.
ξάνησις, ἡ (Α) ξανώ
κούραση τών χεριών από την εριουργία, από το γνέσιμο.