Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρόκοττα

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek (Liddell-Scott)

πρόκοττα: ἢ προκόττα, ἡ, Δωρ. λέξις ἀντὶ προκόμιον, Πολυδ. Β΄, 29· «προκότταν· τὴν πρὸ τῆς κεφαλῆς τρίχωσιν· κοττὶς γὰρ παρὰ τοῖς Δωριεῦσιν ἡ κεφαλὴ λέγεται» Φώτ.· «εἶδος κουρᾶς· ἢ κεφαλῆς τρίχωμα» κτλ. Ἡσύχ., ἔνθα καὶ «προκοττίς· χαίτη».

Greek Monolingual

και προκόττα, ἡ, Α
(δωρ. τ.) το προκόμιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κοττίς «κεφαλή», κατά τα θηλ. σε -α].