ὀψωνισμός
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
German (Pape)
[Seite 434] ὁ, = ὀψωνιασμός, als schlechtes Wort des Men. bezeichnet Poll. 6, 38.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψωνισμός: -οῦ, ὁ, = ὀψωνιασμός, διάφ. γραφὴ παρὰ Μενάνδρ. (Πολυδ. Ϛϳ, 38), Βυζαντ.
Greek Monolingual
ὀψωνισμός, ὁ (ΑΜ) οψωνίζω
(δ. γρφ.) οψωνιασμός.