καμηλικός
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ή, όν, A of or for a camel, γόμοι OGI 629.16 (Palmyra, ii A.D.); transportable by camels (cf. ὀνικός), λίθοι POxy.498.8 (ii A. D.).
Greek Monolingual
καμηλικός, -ή, -όν (Α) κάμηλος
(επιγρ. και πάπ.)
1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε καμήλα
2. αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει μια καμήλα.