όναγρος

From LSJ
Revision as of 14:35, 7 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὄναγρος)
νεοελλ.
ζωολ. λόγια ονομασία τού ασιατικού αγριογαϊδάρου, που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, είναι γνωστός ως Equus hemionus και αντιπροσωπεύει το υποείδος αυτό, αλλ. περσικός όναγρος
αρχ.
1. άγριος όνος
2. ως κύριο όν. Ὄναγρος
τίτλος τού ελληνικού πρωτοτύπου τού έργου τού Πλαύτου Αsinaria.
3. είδος πολεμικής μηχανής με την οποία εκσφενδονίζονταν πέτρες ή άλλα βαριά βλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄγριος].