ὁμομηλίς
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A = ἁμαμηλίς, Aëthlius 2 ; cj. for ὀρο- in Theoc.5.94.
German (Pape)
[Seite 338] ίδος, ἡ, = ἁμαμηλίς, Ath. XIV, 650 d.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμομηλίς: -ίδος, ἡ, = ἁμαμηλίς, εἶδος ἀπίου, Ἀέθλιος παρ’ Ἀθην. 650D, 653F.
Greek Monolingual
ὁμομηλίς και δωρ. τ. ὁμομαλίς, ἡ (Α)
είδος αχλαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + μῆλον (Ι)].