δαφναῖος
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
α, ον, A = δαφνικός, of bay, πέταλα Nonn.D.19.73. II epith. of Apollo,AP 9.477, Nonn.D.13.82.
German (Pape)
[Seite 524] zum Lorbeerbaum gehörig, Nonn. D. 2, 98; στέμμα Christod. ecphr. 250; Beiname des Apollo, Nonn. u. a. D.
Greek (Liddell-Scott)
δαφναῖος: -α, -ον, = δαφνικός, ὁ 'εκ δάφνης ἢ εἰς δάφνην ἀνήκων, Χριστ. Ἐκφρ. 260. ΙΙ. ὡς τὸ δαφνηφόρος, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος αὐτ. 9. 477.
Greek Monolingual
δαφναῖος, -α, -ον (Α) δάφνη
1. ο δάφνινος
2. (επίθ. του Απόλλωνος) ο δαφνηφόρος.