κλονοκάρδιος

From LSJ
Revision as of 12:41, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλονοκάρδιος Medium diacritics: κλονοκάρδιος Low diacritics: κλονοκάρδιος Capitals: ΚΛΟΝΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: klonokárdios Transliteration B: klonokardios Transliteration C: klonokardios Beta Code: klonoka/rdios

English (LSJ)

ον, A heart-stirring, epith. of the thunderbolt, Orph.H.19.8 (cj. Steph. pro χρονοκάρδιος).

German (Pape)

[Seite 1456] herzerschütternd, Conj. in Orph. H. 18, 8 für χρονοκάρδιος.

Greek (Liddell-Scott)

κλονοκάρδιος: ον. ὁ τὰς καρδίας κλονῶν, ἐπίθετ. τοῦ κεραυνοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 19. 8, ἐξ εἰκασίας τοῦ Στεφ. ἀντὶ χρονοκάρδιος.

Greek Monolingual

κλονοκάρδιος, -ον (Α)
(για τον κεραυνό) αυτός που ταράζει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλόνος + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ-κάρδιος, χαλκεο-κάρδιος].