δανειακός
English (LSJ)
ή, όν, A concerning loans, Cod.Just.1.3.45, Just.Nov. 134.8.
German (Pape)
[Seite 522] zum Darlehen, Sp.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que incluye préstamo a interés συμβόλαιον Cod.Iust.1.3.44.5, συγγραφή Iust.Nou.121.1, 2, γραμματεῖον Iust.Nou.134.8
•prob. subst. ὁ δ. prestamista, PFouad 44.30 (I d.C.) en BL 3.61, cf. 5.32.
2 adv. δανειακῶς = a interés δ. δέδωκα Anon.in Rh.85.5, cf. 104.20, 205.31.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δανειακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δάνειο
νεοελλ.
όποιος διεξάγεται με δάνεια («δανειακή πολιτική»)
μσν.
1. δανεικός
2. επίρρ. δανειακῶς
δανεικά, με δάνειο.