ἀμαρύττα
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
τοὺς ὀφθαλμούς, Hsch.
Spanish (DGE)
τοὺς ὀφθαλμούς Hsch. (ap. crít.).
• Etimología: Se podría pensar en una relación c. ἀμαρύσσω.