ἀκεσίπονος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 71] schmerzstillend, die Arbeit mildernd, Sonn. bes. οἶνος, D. 12, 369.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀκεσσί- Nonn.
• Prosodia: [ᾰ-]
que mitiga el sufrimiento, reconfortante, curativo ὀπώρη Nonn.D.7.86, οἶνος Nonn.D.12.369, cf. Sud., Phot.α 732.
Greek Monolingual
ἀκεσίπονος, -ον (Α)
αυτός που σταματάει τον πόνο ή τον μόχθο
παυσίπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + πόνος.