μεγαλαυχώ

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

(ΑM μαγαλαυχῶ), -έω) μεγάλαυχος
καυχιέμαι, κομπάζω, υπερηφανεύομαι (α. «ἡ γλώσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῑ», ΚΔ
β. «κατὰ πάντα δὴ ταῡτα σύ γε μεγαλαυχούμενος», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
(με αιτ.) θεωρώ κάτι ως καύχημα («παρὰ γὰρ τῆς ἐμῆς ταπεινώσεως οὐδὲν ὄφελος κἂν αὐτὸς μεγαλαυχῇς ἡμᾱς ἐξ ἀγάπης», Στουδ. Θεόδ.).