ἔγχορδος
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
ον, (χορδή) A stringed, Poll.4.58.
German (Pape)
[Seite 713] mit Saiten versehen, Sp., Poll. 4, 58.
Spanish (DGE)
-ον
de cuerda de un instrumento musical, Poll.4.58
•subst. τὰ ἔ. instrumentos de cuerda op. τὰ ἔνηχα Phillis en Ath.636c.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔγχορδος, -ον)
1. αυτός που έχει χορδές
2. το ουδ. ως ουσ. τα έγχορδα
μουσικά όργανα με χορδές, σε αντίθεση με τα πνευστά.