λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
ἀφήκω (Α)1. φθάνω, καταλήγω κάπου2. φεύγω, απομακρύνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ήκω «έχω φθάσει» (πρβλ. ανήκω)].