αφήκω

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

Greek Monolingual

ἀφήκω (Α)
1. φθάνω, καταλήγω κάπου
2. φεύγω, απομακρύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ήκω «έχω φθάσει» (πρβλ. ανήκω)].