εξουδετερώνω

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

1. εκμηδενίζω, ματαιώνω με ενέργειά μου, την ενέργεια κάποιου άλλου
2. εκμηδενίζω, καθιστώ κάποιον τελείως ακίνδυνο
3. μεταβάλλων όξινη ή αλκαλική ουσία σε ουδέτερη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τύπο της εξουδετερώ μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ. Πρόκειται πιθ. για απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. neutralizer)].