εξάχους

From LSJ
Revision as of 12:23, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

ἑξάχους, -ουν και ἑξάχοος, -ον (Α)
αυτός που περιλαμβάνει έξι χόες («λαμβάνειν παρὰ τοῦ γείτονος ἑξάχουν ὑδρίαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χους «παλιό αττικό μέτρο ρευστών»].