Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερέα

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350

Greek Monolingual

η (AM ἐρέα)
νεοελλ.
είδος μάλλινου ανθεκτικού υφάσματος (κν. τσόχα)
μσν.
επίσημο αρχιερατικό ένδυμα
αρχ.-μσν.
μαλλί, έριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είρος (θ. ερ-) «μαλλί» + επίθημα -έα (πρβλ. αιγ-έα)].