ετοιμόρροπος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑτοιμόρροπος, -ον)
αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω και είναι έτοιμος να πέσει («ετοιμόρροπο κτήριο»)
νεοελλ.
μτφ.
1. (γενικά) ο έτοιμος να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο κράτος, ετοιμόρροπη επιχείρηση»)
2. (για ανθρώπους) ο ετοιμοθάνατος, ο μεγάλης ηλικίας ή επισφαλούς υγείας άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -ροπος (< ρέπω), πρβλ. αμφίρ-ροπος, ανισόρ-ροπος].