ετοιμόπιστος
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
Greek Monolingual
ἑτοιμόπιστος, -ον (Μ)
ο εύπιστος, ο ευκολόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πιστός, πρβλ. δύσ-πιστος, εύ-πιστος].