ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
-ο (Α ζῳοκτόνος, -ον)αυτός που σκοτώνει ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αδελφο-κτόνος, πατρο-κτόνος.