ζωοκτόνος

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

-ο (Α ζῳοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος.