Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
ἡμίκουρος, -ον (Α)
πάπ. κουρεμένος εν μέρει ή κακώς, μισοκουρεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί-κουρος, νεό-κουρος].